- συνθετικός
- -ή, -ό / συνθετικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [σύνθετος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύνθεση ή ο ικανός και έμπειρος στη σύνθεση (α. «συνθετική μέθοδος» — μια από τις κυριότερες μεθόδους διδασκαλίαςβ. «συνθετικός νους» γ. «φαντασία συνθετική», Στωικ.)2. αυτός που συγκροτείται από τη σύνθεση επιμέρους στοιχείων (α. «συνθετικός ορισμός»[φιλοσ.] ο απαρτισμός μιας έννοιας με τη σύνθεση τών επιμέρους χαρακτηριστικών γνωρισμάτων τηςβ. «συνθετικά μόρια», Γαλ.)νεοελλ.1. χημ. χαρακτηρισμός ενώσεων που σχηματίζονται με σύνθεση (α. «συνθετική βενζίνη» β. «συνθετικό ελαστικό»)2. το ουδ. ως ουσ. το συνθετικόα) γραμμ. καθεμιά από τις λέξεις από τις οποίες απαρτίζεται μια σύνθετη λέξηβ) ύφασμα που έχει γίνει από ίνες χημικής σύνθεσης, που κατασκευάζεται από τη σύνθεση διαφόρων υλών, στις οποίες συνήθως προστίθεται νάυλον3. φρ. α) «συνθετική γλώσσα»γλωσσ. κάθε γλώσσα στην οποία οι συντακτικές σχέσεις τών όρων τής πρότασης εκφράζονται με κλίση ή με συγκόλληση μορφημάτωνβ) (λογ.) i) «συνθετική κρίση»(σύμφωνα με τον Καντ) κρίση τής οποίας το κατηγόρημα δεν εμπεριέχεται απριόρι στο υποκείμενοii) «συνθετική κρίση απριόρι» — κρίση τής οποίας το κατηγόρημα δεν εμπεριέχεται στο υποκείμενο και που ωστόσο δεν συνάγεται από την εμπειρική γνώσηγ) «συνθετικές ίνες»(υφαντ.) ίνες τών οποίων οι πρώτες ύλες είναι χημικές ενώσεις οι οποίες παρασκευάζονται συνθετικάδ) «συνθετική θεωρία τής εξέλιξης»βιολ. σύνθεση τών θεωριών τού νεοδαρβινισμού και τού μεταλλακτισμούε) «συνθετική γεωμετρία»μαθημ. η προβολική γεωμετρία που πραγματεύεται τις ιδιότητες τών σχημάτων από την άποψη τής θέσης τους και όχι από άποψη τών διαστάσεών τουςστ) «συνθετικός φόρος» — φόρος που επιβάλλεται μετά από τις επιμέρους άμεσες φορολογίες σε αυτόν που έχει υπερβολικό ετήσιο εισόδημααρχ.1. (για επιστήμες, τέχνες) δημιουργικός, παραγωγικός2. φρ. «συνθετικὴ ἐπιστήμη» — η τέχνη τής σύνθεσης (Διον. Αλ.).επίρρ...συνθετικώς και συνθετικά- Νμε συνθετικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.